- συνασφαλίζομαι
- ΝΑ, και ενεργ. τ. συνασφαλίζω Ν [ἀσφαλίζω /-ομαι]νεοελλ.1. έχω σύμβαση με περισσότερες από μία ασφαλιστικές εταιρείες2. (ο ενεργ. τ.) (για ασφαλιστική εταιρεία) συνάπτω από κοινού με άλλη εταιρεία σύμβαση με εγγύηση για αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου, ατυχήματος ή αδυναμίας για εργασίααρχ.μέσ. οχυρώνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.